Ο «Άγιος» των ελληνικών γραμμάτων
Γεννήθηκε το 1851 στην Σκιάθο και ήταν το πρώτο αγόρι από τα έξι παιδιά της οικογένειας., του παπα-Αδαμάντιου και της Γκιουλιώς (Ιουλίας) Παπαδιαμάντη. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο του νησιού του και συνέχισε στα γυμνάσια της Σκοπέλου, της Χαλκίδας του Πειραιά και τελικά στο Βαρβάκειο. Το 1872 μαζί με τον διηγηματογράφο επίσης, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη επισκέφθηκε το Άγιο Όρος. Το 1874 γράφτηκε στην φιλοσοφική σχολή, που ποτέ όμως δεν τελείωσε. Όλη η ζωή του κύλισε λιτά και ασκητικά, πασχίζοντας για το μεροκάματο. Τον ελεύθερο χρόνο του, τον μοίραζε ανάμεσα στην συγγραφή και την εκκλησία. Επί χρόνια, γιορτές και Κυριακές, έψελνε στο εκκλησάκι του Άγιου Ελισαίου στου Ψυρρή, ή στα ερημικά ξωκλήσια, όταν βρισκόταν στο νησί του. Στα πρώτα χρόνια της λογοτεχνικής του πορείας καταπιάνεται με ιστορικά διηγήματα. «Η μετανάστις», «Οι έμποροι των εθνών», «Η γυφτοπούλα». Ακολουθούν τα διηγήματα «Χρήστος Μηλιώνης» εμπνευσμένος από ένα δημοτικό τραγούδι, «Η χολεριασμένη», «Ο πεντάρφανος», «Ο νεκρός ταξιδιώτης», «Η νοσταλγός», «Οι μάγισσες», «Έρωτας στα χιόνια», «Όνειρο στο κύμα», «Η σταχομαζώχτρα», «Η υπηρέτρια», «Το αστεράκι», «Ο Χριστός στο κάστρο» κ ά. Το προσωπικό ύφος του, χαρακτηρίζεται από την έντονη λατρεία της φύσεως, την θρησκευτική ευλάβεια, τον ρεαλισμό, αλλά και τον λυρισμό, που πηγάζει από την ιδιάζουσα γλώσσα γραφής του, καθαρεύουσα αναμεμειγμένη με δημοτικούς τύπους και ιδιωματισμούς, λέξεων και φράσεων, που τις περισσότερες φορές δημιουργούσε ο ίδιος (γλωσσοπλάστης). Έζησε τον περισσότερο καιρό στην Αθήνα κι όταν κατάλαβε το τέλος του, ζήτησε την αγαπημένη του Σκιάθο, όπου και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1911.
Γεννήθηκε το 1851 στην Σκιάθο και ήταν το πρώτο αγόρι από τα έξι παιδιά της οικογένειας., του παπα-Αδαμάντιου και της Γκιουλιώς (Ιουλίας) Παπαδιαμάντη. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο του νησιού του και συνέχισε στα γυμνάσια της Σκοπέλου, της Χαλκίδας του Πειραιά και τελικά στο Βαρβάκειο. Το 1872 μαζί με τον διηγηματογράφο επίσης, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη επισκέφθηκε το Άγιο Όρος. Το 1874 γράφτηκε στην φιλοσοφική σχολή, που ποτέ όμως δεν τελείωσε. Όλη η ζωή του κύλισε λιτά και ασκητικά, πασχίζοντας για το μεροκάματο. Τον ελεύθερο χρόνο του, τον μοίραζε ανάμεσα στην συγγραφή και την εκκλησία. Επί χρόνια, γιορτές και Κυριακές, έψελνε στο εκκλησάκι του Άγιου Ελισαίου στου Ψυρρή, ή στα ερημικά ξωκλήσια, όταν βρισκόταν στο νησί του. Στα πρώτα χρόνια της λογοτεχνικής του πορείας καταπιάνεται με ιστορικά διηγήματα. «Η μετανάστις», «Οι έμποροι των εθνών», «Η γυφτοπούλα». Ακολουθούν τα διηγήματα «Χρήστος Μηλιώνης» εμπνευσμένος από ένα δημοτικό τραγούδι, «Η χολεριασμένη», «Ο πεντάρφανος», «Ο νεκρός ταξιδιώτης», «Η νοσταλγός», «Οι μάγισσες», «Έρωτας στα χιόνια», «Όνειρο στο κύμα», «Η σταχομαζώχτρα», «Η υπηρέτρια», «Το αστεράκι», «Ο Χριστός στο κάστρο» κ ά. Το προσωπικό ύφος του, χαρακτηρίζεται από την έντονη λατρεία της φύσεως, την θρησκευτική ευλάβεια, τον ρεαλισμό, αλλά και τον λυρισμό, που πηγάζει από την ιδιάζουσα γλώσσα γραφής του, καθαρεύουσα αναμεμειγμένη με δημοτικούς τύπους και ιδιωματισμούς, λέξεων και φράσεων, που τις περισσότερες φορές δημιουργούσε ο ίδιος (γλωσσοπλάστης). Έζησε τον περισσότερο καιρό στην Αθήνα κι όταν κατάλαβε το τέλος του, ζήτησε την αγαπημένη του Σκιάθο, όπου και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1911.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου