Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Βασίλης Τσιτσάνης

Ο τελευταίος «Αρχοντορεμπέτης»
Στις 18 Ιανουαρίου του 1984, ημέρα των εξηκοστών ένατων  γενεθλίων του έφυγε από την ζωή, ο μεγάλος δάσκαλος και δημιουργός της λαϊκής μουσικής, που σημάδεψε ολόκληρο τον αιώνα με την μουσική και τα τραγούδια του.
»Συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά Χριστέ και Παναγιά μου
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή που ‘χασα την χαρά μου
συννεφιασμένη Κυριακή, ματώνεις την καρδιά μου
Όταν σε βλέπω βροχερή στιγμή δεν ησυχάζω
μαύρη μου κάνεις την ζωή, και βαριαναστενάζω..»
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1918. Από μικρή ηλικία δείχνει το ενδιαφέρον του για την μουσική και όταν χάνει τον πατέρα του γύρω στα έντεκά του χρόνια, αναγκάζεται για να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα, να γυρνά στα μαγαζιά της πόλης παίζοντας μαντολίνο. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, το 1936, μετά από επιθυμία της μητέρας του κατεβαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Νομική Σχολή. Αυτό όμως που πραγματικά τον ενδιαφέρει είναι η μουσική και όντας δεξιοτέχνης στο μπουζούκι, εντυπωσιάζει όσους τον ακούν, όταν παίζει στα κέντρα, κατ’ αρχάς στα «Μπιζέλια» και μετά στο «Κουκλάκι». Σε ένα από αυτά τον ακούσει ο τραγουδιστής Δ. Περδικόπουλος, που τον πάει σε δισκογραφική εταιρεία , για να ηχογραφήσει (γραμμοφωνίσει σωστότερα) το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε», με τραγουδίστρια την Γεωργία Μηττάκη και λίγο αργότερα το «Να γιατί γυρνώ μεσ’ στην Αθήνα», όπου τραγουδάει ο Μάρκος Βαμβακάρης. Και ακολουθεί η «θρυλική» Αρχόντισσα» που σφραγίζει την προπολεμική περίοδο του τραγουδιού μας οδηγώντας στην μετάβαση από το ρεμπέτικο στο λαϊκό.
«Κουράστηκα για να σε αποκτήσω
αρχόντισσά μου μάγισσα τρελή
σαν θαλασσοδαρμένος μες στο κύμα
παρηγοριά ζητούσα ο δόλιος στη ζωή ….»
Κατά την διάρκεια της κατοχής έμεινε στην Θεσσαλονίκη. Εκεί έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία θα ηχογραφήσει μετά από την λήξη του πολέμου, «Αχάριστη», «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Μπαξέ Τσιφλίκι», «Νύχτες μαγικές», «Όταν συμβεί στα πέριξ», «Στην Καλαμπάκα μια φορά», «Απόψε κάνεις μπαμ» και άλλα που αποτελούν τον καθρέπτη της ελληνικής μουσικής. Από το 1946 εγκαθίσταται στην Αθήνα. Δίπλα του οι γνωστοί τραγουδιστές Σωτηρία Μπέλλου, Μαρίκα Νίνου, Πρόδρομος Τσαουσάκης, Στελλάκης Περπινιάδης, με τραγούδια «Γεννήθηκα για να πονώ», «Καβουράκια», «Τρελός τσιγγάνος», «Σεράχ», «Ζαϊρα», «Περιπλανώμενη ζωή», «Είμαστε αλάνια», «Πήρα την στράτα κι έρχομαι»
Η δεκαετία του ’60, και μετέπειτα βρίσκει τον Βασίλη Τσιτσάνη στην πλήρη άνθηση της καλλιτεχνικής του καριέρας. Συνεργάζεται και με τους νεότερους τραγουδιστές Στέλιο Καζαντζίδη, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Πάνο Γαβαλά, Μανόλη Αγγελόπουλο, Καίτη Γκρέϋ, Χαρούλα Λαμπράκη, Σταμάτη Κόκοτα, «Ίσως αύριο», «Τα ξένα χέρια», «Τα λιμάνια», «Κορίτσι μου όλα για σένα», «Απόψε στις ακρογιαλιές», «Κάποιο αλάνι», «Της γερακίνας γιος», «Δηλητήριο στην φλέβα»
«Είμαστε αλάνια διαλεκτά παιδιά μέσα στην πιάτσα
και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα
Τι τα θες, τι τα θες πάντα έτσι είν’ η ζωή,
θα γελάς και θα κλαις βράδυ και πρωί…»
Ο Βασίλης Τσιτσάνης μέσα από το αδιαμφισβήτητο μεγαλείο της μελωδίας αλλά και των στίχων των τραγουδιών του, αποτέλεσε τον συνθετικό κρίκο μεταξύ του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.
Πηγή: Kleiditousol.blogspot.com Συντάκτης: Χάρης Κόντος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου